- μίγδαν
- μίγδᾱν1 mixed with prep. c. dat.
θαμὰ δ' ἔρ[χεται Να]ξόθεν λιπαροτρόφων θυσι[ μή]λων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θαμὰ δ' ἔρ[χεται Να]ξόθεν λιπαροτρόφων θυσι[ μή]λων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μίγδαν — μίγδᾱν , μίγδην doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)